- σέμελος
- ό, Α(λακων. τ.) ο κοχλίας («Ἀπελλᾱς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού σέσιλος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σέμελος — σεμελος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέμελον — σεμελος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέσιλος — και, κατά τον Ησύχ., σέσηλος, ὁ, και, κατά τον Διοσκ., σεσέλιτα, τὰ, Α κοχλίας, σαλιγκάρι με όστρακο που ζει σε θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. και σέμελος)] … Dictionary of Greek